- πινυτός
- πῐνῠτός1 prudent
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Πινυτός — prudent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτός — prudent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτός — ή, όν, Α σώφρων, συνετός. επίρρ... πινυτῶς Α με σύνεση, με σωφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέπνυμαι] … Dictionary of Greek
πινυτόν — πινυτός prudent masc acc sg πινυτός prudent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πινυτοῖο — Πινυτός prudent masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτοῖο — πινυτός prudent masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πινυτοῖς — Πινυτός prudent masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτοῖς — πινυτός prudent masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πινυτοῖσι — Πινυτός prudent masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτοῖσι — πινυτός prudent masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πινυτοῖσιν — Πινυτός prudent masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)